προύμνη

προύμνη
προύμνη
Grammatical information: f.
Meaning: `plum-tree, Prunus' (Thphr.).
Derivatives: προῦμνον n. `plum' (Gal. a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like the tree itself prob. of unknown Anatolian origin; cf. Phryg. PlN Πρυμνησσός and Schrader-Nehring Reallex. 2, 181 f. Lat. LW [loanword] prūnus, -um; from an intermediate *πρου(Ϝ)νον (Furnée 243)? S. W.-Hofmann s.v. w. further lit.; there also on the Germ. form, e.g. OHG pfrūma, pflūma.
Page in Frisk: 2,604

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προύμνη — η, ΝΜΑ η δαμασκηνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. προύμνη «δαμασκηνιά» και προῦμνον «δαμάσκηνο» (πρβλ. και λατ. prunus, prunum), όπως και το αντίστοιχο δέντρο, προέρχονται πιθ. από τη Μικρά Ασία (πρβλ. πιθ. και το φρυγικό τοπωνύμιο Πρυμνησσός)] …   Dictionary of Greek

  • προύμνης — προύμνη plum tree fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Prunus — cerasus (Sour Cherry) in bloom Scientific classification Kingdom …   Wikipedia

  • δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • ερεικιά — η βοτ. 1. το φυτό προύμνη η εμβολιαζομένη, κν. αγριοβραμηλιά 2. το φυτό ερείκη, το ρείκι …   Dictionary of Greek

  • μπουρνελιά — και μπρουνελιά, η [μπουρνέλα] κοινή ονομασία τού οπωροφόρου δένδρου προύμνη, η δαμασκηνιά …   Dictionary of Greek

  • προύμνο — το / προῡμνον, ΝΜΑ, και πούρνο Ν, και προύνο ΝΑ το δαμάσκηνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. προύμνη] …   Dictionary of Greek

  • προύνος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ροδίδες στο οποίο ανήκουν, μεταξύ άλλων, η αμυγδαλιά, η βερικοκιά, η δαμασκηνιά, η κερασιά και η ροδακινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. prunus < λατ. prunus (βλ. και προύμνη)] …   Dictionary of Greek

  • σποδιάς — άδος, ἡ, Α δέντρο γνωστό με τη λόγια ονομασία προύμνη η ακανθώδης, κν. σήμερα τσαπουρνιά, τσαπρουνιά ή αγριοκορομηλιά, το αγριοκοκκύμηλον τού Διοσκορίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδιά + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] …   Dictionary of Greek

  • αγριοκερασιά — η είδος του δέντρου προύμνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουρνελιά — πουρνελιά, η και πουρνιά, η ποικιλία του θάμνου ή δέντρου προύμνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”